- αβγούλι
- τοτο αβγουλάκι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό.ΠΑΡ. αβγούλα. αβγουλάδα, αβγουλάκι, αβουλία, αβγουλιέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… … Dictionary of Greek
αβγοθήκη — και αβγουλιέρα, η 1. μικρό επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα μικρού ποτηριού με πόδι, όπου τοποθετείται το βραστό αβγό 2. σκεύος ή μέρος όπου τοποθετούνται τα αβγά 3. ωοθήκη τής κότας, κάθε θηλυκού ζώου, καθώς και τής γυναίκας 4. φωλιά όπου γεννάει η… … Dictionary of Greek
αβγουλάκι — το [αβγούλι] το μικρό αβγό … Dictionary of Greek